Η λέξη «μαρίμπα» προέρχεται από τη λέξη Μπαντού «ίμπα» που σημαίνει «τραγούδι». Η Μαρίμπα, ένα μεγάλο ορχηστρικό ξυλόφωνο με βαθύ στρογγυλό ήχο και έχει αφρικανική προέλευση. Εισήχθη στην Κεντρική και Νότια Αμερική το 17ο αιώνα, την εποχή που άρχισε το δουλεμπόριο. Στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε δημοφιλής στις ΗΠΑ, όπου εξελίχθηκε στη μορφή που τη χρησιμοποιούν σήμερα οι ορχήστρες. Τα αφρικάνικά όργανα έχουν για αντηχεία μεγάλες κούφιες κολοκύθες. Στη σύγχρονη ορχηστική μαρίμπα όμως, αυτές έχουν αντικατασταθεί από ηχητικούς σωλήνες. Το όργανο της ορχήστρας έχει έκταση πάνω από 4 οκτάβες και διάταξη πληκτροφόρου οργάνου. Οι ράβδοι κατασκευάζονται από ροδόξυλο ή συνθετικό υλικό. Όλα τα πλήκτρα της σύγχρονης μαρίμπας βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, για να διευκολύνουν ένα εκτελεστή, που παίζει μόνος του με δύο μπαγκέτες σε κάθε χέρι, να εκτελεί τετράφωνες συγχορδίες. Μερικά λατινοαμερικάνικα όργανα είναι αρκετά μεγάλα, ώστε τέσσερις ή και περισσότεροι εκτελεστές, μαριμπέρος, να παίζουν άνετα ταυτόχρονα. Τέτοια όργανα έχουν συχνά ενσωματωμένες στα αντηχεία τους παλλόμενες μεμβράνες που ενισχύουν τον ήχο και προσδίδουν μια χροιά βόμβου στις χαμηλότερες νότες. Στην Κούβα, το όργανο κατασκευάζεται επίσης και ως μεταλλόφωνο, με μεταλλικές ράβδους. Η μαρίμπα είναι σήμερα το εθνικό όργανο της Γουατεμάλας. Πώς λειτουργεί η μαρίμπα; Η κάθε ράβδος της μαρίμπα κουρδίζεται ξεχωριστά, αποκτώντας το δικό της ήχο, με το πλάνισμα του ξύλου από την κάτω πλευρά, ώστε να δημιουργηθεί μια αβαθής κοιλότητα. Κάθε ηχητικός σωλήνας κουρδίζεται στο ίδιο τονικό ύψος με τη ράβδο, της οποίας τον ήχο ενισχύει. Για τελειότερο ήχο, είναι σημαντικό ο εκτελεστής να χτυπά τη ράβδο στο κέντρο της, όπου οι παλμικές κινήσεις που δημιουργούνται έχουν το μέγιστο δυνατό πλάτος (το σημείο αυτό ονομάζεται «κοιλία» της κινήσεως). Παλμικές κινήσεις δεν δημιουργούνται στους δύο «δεσμούς» τα άκρα της ράβδου που εφάπτονται στα σημεία στήριξης.